- ἐξετάζειν
- ἐξετάζωexamine wellpres inf act (attic epic)ἐξετάζωexamine wellpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пытать — ся, пытка, опыт, укр. питати спрашивать , блр. пытаць – то же, др. русск., ст. слав. пытати ἐξετάζειν (Супр.), болг. питам спрашиваю , сербохорв. питати, пи̑та̑м, словен. pitati, pȋtam, чеш. ptati sе спрашивать о ч. л. , слвц. руtаt᾽ просить,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Сократ — представляет центральную фигуру в греческой философии; его жизнь, согласовавшаяся с его учением, заслуживает такого же внимания, как и его философия. Несмотря на то, что С. является лицом вполне типичным и, по видимому, точно охарактеризованным,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
PRIVATA Ratio — Graece Ι῎διος λόγος, eleganter dicitur pro Rationali rei privatae. Quemadmodum Ratio patrimonii in vetere saxo, pro patrimonii Rationali: SUPERPOSITO. MEDICORUM. ET. RATONE. PATRIMONII. i. e. qui ratio fuit patrimonii, ut ex Consule, qui Consul… … Hofmann J. Lexicon universale
RATIONALIS — in veterib. Inscriptionibus, apud Ammianum, aliosque medii aevi Scriptores, idem cum Procuratore: uti discimus ex Ael. Lampridio, in Alexandro Seu. c. 45. Ubi aliquos voluisse Rectores provinciis dare, vel Praepositos facere, vel Procuratores, id … Hofmann J. Lexicon universale
άνωθεν — κ. θε (Α ἄνωθεν κ. θε) επίρρ. [άνω] από επάνω, από ψηλά νεοελλ. φρ. «η διαταγή εδόθη άνωθεν» από ψηλά, από την κορυφή της ιεραρχίας ή από κάποιον με πολύ υψηλό αξίωμα μσν. από τον ουρανό («ἄνωθεν καταπέμψας») αρχ. 1. από το εσωτερικό ενός τόπου 2 … Dictionary of Greek
εξετάζω — (AM ἐξετάζω) [ετάζω] 1. ερευνώ λεπτομερώς, ελέγχω («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», Θουκ.) 2. υποβάλλω σε ανάκριση, ανακρίνω («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες») 3. ελέγχω προσεκτικά για να διαπιστώσω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («εξέτασε … Dictionary of Greek
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
παχυμερής — ές, ΝΑ υλιστικός, πεζός, προσηλωμένος στα εγκόσμια αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, σωματώδης, εύσωμος 2. σωματικός, υλικός 3. πρόχειρος και χονδρικός, κατά προσέγγιση 4. μτφ. παχύς 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παχυμερές το πυκνό… … Dictionary of Greek